- κτύπος
- και χτύπος, ο (AM κτύπος, Μ και χτύπος)1. ισχυρός ήχος, πάταγος, κρότος από κρούση, πτώση, ροή νερού, μουσικό όργανο κ.λπ.2. κρούση, κτύπημανεοελλ.-μσν.1. ρυθμικός παλμός ή ήχος (α. «χτύπος τής καρδιάς» β. «χτύπος τού ρολογιού»)2. καρδιοχτύπι, σφοδρός παλμός τής καρδιάς, αγωνία («τόν έπιασε χτύπος μόλις τό άκουσε»)μσν.φρ. «κτύπος ἀζαρίου» — ζαριά, ρίξιμο ζαριώναρχ.1. θόρυβος τής μάχης, κλαγγή τών όπλων («ἀκούετ' ἀσπίδων κτύπον», Αισχύλ.)2. θρήνος με στηθοκοπήματα, θρήνος και οδυρμός, κοπετός («στέρνων κτύπον», Ευρ.)3. ήχος πολλών φωνών, κραυγές («τίς αὖ παρ' ὑμών κοινὸς ἠχεῑται κτύπος;», Σοφ.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι τ. κτύπος/κτυπῶ αποτελούν εκφραστικούς ηχομιμητικούς σχηματισμούς (πρβλ. γδούπος: γδουπώ). Πιθ. το κτυπώ να είναι προϊόν συμφυρμού τών (γ)δουπώ και τύπτω, ενώ, κατ' άλλους, η λ. εμφανίζει προθηματικό κ-. Ο τ. χτύπος < κτύπος, με ανομοιωτική τροπή τού κλειστού (κ-) σε διαρκές (χ-) (πρβλ. κτίζω: χτίζω).ΠΑΡ. αρχ. κτυπώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κτυποκάρδι. (Β' συνθετικό) αρχ. άκτυπος, αλίκτυπος, αρματόκτυπος, βαρύκτυπος, διδυμόκτυπος, δίκτυπος, δορίκτυπος, εγχίκτυπος, επτάκτυπος, ερίκτυπος, ετερόκτυπος, ηλιόκτυπος, ισόκτυπος, κατάκτυπος, κοπετόκτυπος, κυμόκτυπος, λυρόκτυπος, μεγαλόκτυπος, μυδροκτύπος, νιφόκτυπος, ομβροκτύπος, ομόκτυπος, οπλόκτυπος, ορίκτυπος, στερνοκτύπος, τρίκτυπος, χαλκεόκτυπος, χαλκόκτυπος, χειρόκτυπος, χιονόκτυποςνεοελλ.αντίκτυπος, ποδόκτυπος].
Dictionary of Greek. 2013.